τελομερές

τελομερές
το, Ν
χημ. το παραγόμενο προϊόν σε μια χημική αντίδραση η οποία χαρακτηρίζεται από τελομερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telomer < τέλος + μέρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελομερισμός — ο, Ν χημ. (στη χημεία τών πολυμερών) χαρακτηρισμός ενός τύπου χημικών αντιδράσεων που συνίσταται στην προσθήκη, μεταξύ τών δύο τμημάτων Α και Β μιας ένωσης Α Β, μιας δισθενούς ρίζας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telomerization < telomer …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”